- υπνοβασία
- (Ιατρ.). Κινητική δραστηριότητα που εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια του ύπνου, με τρόπο συμπτωματικό και έξω από οποιονδήποτε έλεγχο της συνείδησης. Το άτομο δε θυμάται τις πράξεις που εκτελεί κατά την υ., κρατά γενικά τα μάτια ανοιχτά και το βάδισμά του είναι αβέβαιο· ωστόσο δίνει την εντύπωση ότι έχει συνείδηση των πράξεων του, αποφεύγει τα εμπόδια που βρίσκει στην πορεία του και ακολουθεί μια ορισμένη σειρά στις πράξεις του. Αντίθετα προς ό,τι αναφέρεται από τη λαϊκή φαντασία, σπάνια ο υπνοβάτης εκτίθεται σε επικίνδυνες καταστάσεις, για τις οποίες όμως θα πρέπει πάντα να λαμβάνονται οι κατάλληλες προφυλάξεις. Παροδικές εκδηλώσεις υ. παρατηρούνται καμιά φορά κατά την παιδική ηλικία και την εφηβεία· εκδηλώσεις διάρκειας παρατηρούνται σε άτομα νευρικά, υστερικά ή επιληπτικά, στα οποία η υ. αποχτά παθολογική σημασία. Τεχνητή υ. μπορεί να προκληθεί με ύπνωση.
* * *η, Νιατρ. αυτοματιστική κινητική συμπεριφορά κατά τη διάρκεια τού ύπνου που μοιάζει, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο, με συμπεριφορά ατόμου σε εγρήγορση, αλλά συνοδεύεται από τέλεια αμνησία τών γεγονότων κατά και μετά την αφύπνιση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπνος + -βασία (< -βάτης < βαίνω), πρβλ. ορει-βασία. Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στο περιοδικό Ερμής οΛόγιος].
Dictionary of Greek. 2013.